- συνδιαιωνίζων
- συνδιαιωνίζωpass all one's life withpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιαιωνίζω — ΜΑ [διαιωνίζω] διέρχομαι ολόκληρη τη ζωή μου με κάποιον αρχ. υπάρχω, διαρκώ αιωνίως και εγώ μαζί με άλλον («συνδιαιωνίζων ἡλίῳ», Φίλ.) … Dictionary of Greek